- αναιρέτης
- ἀναιρέτης, ο (θηλ. -έτις) (ΑΜ) [ἀναιρῶ]αυτός που αφαιρεί τη ζωή κάποιου, δολοφόνος, φονιάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναιρέτης — destroyer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιρέται — ἀναιρέτης destroyer masc nom/voc pl ἀναιρέτᾱͅ , ἀναιρέτης destroyer masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιρετῶν — ἀναιρέτης destroyer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιρέταις — ἀναιρέτης destroyer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιρέτα — ἀναιρέτᾱ , ἀναιρέτης destroyer masc nom/voc/acc dual ἀναιρέτης destroyer masc voc sg ἀναιρέτᾱ , ἀναιρέτης destroyer masc gen sg (doric aeolic) ἀναιρέτης destroyer masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιρέτας — ἀναιρέτᾱς , ἀναιρέτης destroyer masc acc pl ἀναιρέτᾱς , ἀναιρέτης destroyer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναιρετήριος — ἀναιρετήριος, α, ον (Μ) [ἀναιρέτης] ο αναιρετικός* … Dictionary of Greek
αναιρώ — ( έω) (Α ἀναιρῶ) 1. ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία, ανασκευάζω, αντικρούω 2. καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ 3. αθετώ, αρνούμαι 4. θανατώνω, φονεύω (ειδ. στα νεοελλ. «φονεύω απρομελέτητα σε βρασμό ψυχικής ορμής») αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. σηκώνω… … Dictionary of Greek
ἀναιρέτην — ἀναίρω raise imperf ind act 3rd dual (homeric ionic) ἀναιρέτης destroyer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιρέτου — ἀναίρετος incapable of choosing masc/fem/neut gen sg ἀναιρέτης destroyer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)